πετρογονία

πετρογονία
η, Ν
ο κλάδος τής γεωλογίας που εξετάζει τη γένεση και τον σχηματισμό τών πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο-γονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”